- υπερδεκαπλάσιος
- -α, -ο / ὑπερδεκαπλάσιος, -ία, -ον, ΝΜΑ [δεκαπλάσιος]περισσότερο από δεκαπλάσιος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-πλάσιος — ΝΜΑ κατάλ. αναλογικών αριθμητικών επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που προέρχεται από β συνθετικό * πλατος + κατάλ. ιος με συριστικοποίηση τού τ (πρβλ. δημόσιος < *δημότιος < δημότης). Ο αμάρτυρος τ. * πλατος ανάγεται στη… … Dictionary of Greek